- τρυφερεύομαι
- ΜΑ [τρυφερός](αποθ.) γίνομαι τρυφερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυφερευομένη — τρυφερεύομαι pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερευομένην — τρυφερεύομαι pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερευσαμένη — τρυφερεύομαι aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερευόμενος — τρυφερεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερεύεται — τρυφερεύομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφέρευμα — εύματος, τὸ, Α [τρυφερεύομαι] τρυφή … Dictionary of Greek